- συνδιώκω
- Α1. καταδιώκω κάποιον μαζί με άλλον, βοηθώ και εγώ στην καταδίωξη κάποιου2. κατηγορώ κάποιον από κοινού με άλλον3. παθ. συνδιώκομαια) συμπιέζομαι, στρυμώχνομαιβ) πιέζομαι («ἂν μὴ σφόδρα ὑπό τινος ἀνάγκης συνδιωκώμεθα», Λογγίν.)γ) κυριεύομαι από ορμή ή βιασύνη4. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ συνδεδιωγμένονσπουδή, βιασύνη.
Dictionary of Greek. 2013.